ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.
Πηγή: anaplastiki.gr
Στίς
δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία.
Ηταν
μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.
Ο
παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι,
τύπου παράγκας. Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα
δωμάτιο.
Καί
να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο. Ο άρρωστος του
δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
-
Φύγε από εδώ! Ποιος σε εκάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε.
Ο παπάς τα έχασε.
- Μα
δεν ήλθα από μόνος μου! Με έκάλεσε η γριά!
-
Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμμιά γριά!
Ο
παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια
φωτογραφία με την γυναίκα πού τον έκάλεσε.
Του
λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
-
Να αυτή!
-
Ποια αυτή, Ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια
τώρα!
Για
μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει.
Καί αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Καί μετά, εκοινώνησε.
Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου